- πουλερικά
- ταπεριληπτική ονομασία για τις κότες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες: Υπάρχει επάρκεια πουλερικών στην αγορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
μινκ — (mustelaputorius). Σαρκοβόρο της οικογένειας των μουστελιδών. Το μ. έχει συνολικό μήκος 60 περίπου εκ., από τα οποία 17 ανήκουν στην ουρά. Είναι διαδεδομένο κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και στις βόρειες περιοχές της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
γέμιση — η 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα τού πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη τού όπλου 3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες),… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
γονεύω — (AM γονεύω) [γονεύς] 1. γεννώ παιδιά 2. (για φυτά) καρποφορώ νεοελλ. 1. (για πουλερικά) κλωσσάω 2. (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
δερμάνυσσος — ο μικρό άκαρι που παρασιτεί κυρίως τα πουλερικά, τσιμπούρι τής κότας … Dictionary of Greek